- ἐπεφθάκει
- ἐπιφθάνωreach firstplup ind act 3rd sg (attic epic)φθάζωplup ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφθάνω — ἐπιφθάνω (AM) 1. προφθάνω, προλαβαίνω 2. επέρχομαι μσν. πλησιάζω, φθάνω αρχ. φθάνω έγκαιρα («ὁ Μουκιανός οὔπω ἐπεφθάκει», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek